Ελληνική Οικονομία και Αρνητικό Κλίμα, Φεβρουάριος 2012
 
Το αρνητικό κλίμα στην ελληνική οικονομία διαμορφώνεται από την κακή οικονομική κατάσταση του δημοσίου και των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Με απλά οικονομικά, η επικρατούσα κατάσταση διαμορφώνεται ως εξής: Στην περίπτωση της ιδιωτικής επιχείρησης έχουμε ένα σταθερό πάγιο ενεργητικό (περιουσία), χαμηλό κυκλοφορούν ενεργητικό (ρευστό) και από το παθητικό έχουμε αυξημένες υψηλές υποχρεώσεις (δάνεια και οφειλές). Η εικόνα αυτή θα χειροτερεύει λόγω των υψηλών επιτοκίων που θα αυξάνει το παθητικό μειώνοντας για λόγους ισοσκελισμού τα ίδια κεφάλαια, δηλαδή τα χρήματα που έχουν τοποθετήσει. Άρα τα μειούμενα κάθε χρόνο ίδια κεφάλαια κάποια στιγμή μηδενίζονται και σε αναγκάζουν να ρευστοποιήσεις στοιχεία του ενεργητικού, ώστε να καλύψεις τις υποχρεώσεις σου, χωρίς να είναι βέβαιο ότι επαρκούν και για την αύξηση της ρευστότητας. Αν δεν το κάνεις, οι υποχρεώσεις υπερβαίνουν τις ταμειακές σου δυνατότητες και γίνονται βρόχος για τη λειτουργική ομαλότητα της επιχείρησης. Φυσικά, κάποτε υπήρχε και η δυνατότητα δανεισμού, είτε από τράπεζες, είτε από τους πιστωτές σου, αυξάνοντας ουσιαστικά την χρονική περίοδο αποπληρωμής των οφειλών, όμως και οι δύο αυτές περιπτώσεις «χρηματοδότησης» δεν είναι σήμερα ενεργές. Η ίδια εικόνα στο δημόσιο έχει πολύ υψηλό πάγιο ενεργητικό, χαμηλό ταμείο, υψηλές υποχρεώσεις και τα ίδια κεφάλαια έχουν μηδενιστεί. Πρέπει λοιπόν είτε να χρηματοδοτηθεί, είτε να εκποιήσει στοιχεία του ενεργητικού της, είτε και τα δύο. Μάλιστα, τα προηγούμενα χρόνια που υπήρχε η δυνατότητα έκδοσης χρήματος, αυξάνονταν η ταμειακή ρευστότητα με παράλληλη αύξηση των υποχρεώσεων, λόγω μεταβολής των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Όμως, και στις δύο περιπτώσεις η λύση δεν μπορεί να είναι άλλη από την εκποίηση και την αναχρηματοδότηση, αλλά με ποιους μελλοντικούς όρους; Τα επιτόκια ή ο χρόνος αποπληρωμής είναι η μια πτυχή που δημοσιογραφικά αναπτύσσεται και βασίζεται στους απεχθείς όρους που θέτουν οι δανειστές. Αδιέξοδη, όμως, είναι η υποχρέωση της Ελλάδας να εφαρμόζει πλεονασματικούς προϋπολογισμούς σε περίοδο ύφεσης. Η αντικυκλική – αποπληθωριστική πολιτική δεν μπορεί να οδηγήσει σε ανάπτυξη. Η μείωση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων δεν οδηγεί σε ανάπτυξη. Ο πλεονασματικός προϋπολογισμός παρότι δε θα αυξάνει το κεφάλαιο του χρέους, δε θα είναι ικανός να αποπληρώσει ούτε τους τόκους. Το χρέος δε θα αυξάνεται, αλλά η ύφεση όλο και θα βαθαίνει. Άρα, οι ωφέλιμες μεταβολές βασίζονται μόνο στις οργανωτικές αλλαγές. Για την εφαρμογή των παραπάνω, έγιναν αποτυχημένες πολυετείς προσπάθειες να εφαρμοστούν διαρθρωτικές αλλαγές επί της λειτουργίας του δημοσίου τομέα, της μείωσης των δημοσίων δαπανών και φυσικά της επιλογής μεταξύ των ιδιωτικοποιήσεων και της νέας χρηματοδότησης. Εστίασαν, λοιπόν σε μεταβολές επί του ιδιωτικού τομέα που θεωρούνται ότι αναπτερώνουν την αγορά και δημιουργούν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, όπως η σχέση τιμών λιανικής, τιμαρίθμου με την απελευθέρωση των φορτηγών δημοσίας χρήσεως. Αλλά κι εκεί το αποτέλεσμα ήταν μηδενικό. Ελάχιστες μεταφορικές επιχειρήσεις ιδρύθηκαν από το 2010 που ισχύει ο νόμος, ενώ με τις νέες μεταβολές και τη συρρίκνωση της μεταβατικής περιόδου, δεν προβλέπονται καλύτερα αποτελέσματα. Η οργάνωση των μεταφορικών επιχειρήσεων θα συνεχίσει να βρίσκεται σε ατομικό επίπεδο, χωρίς οργανωτικό σχέδιο, κάτι που αναγκαστικά θα διατηρήσει τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών μεταφορικών επιχειρήσεων. Ανοίγει, λοιπόν, ευρύτερα ο δρόμος έλευσης μεγάλων διεθνών «παικτών» των Logistics, οι οποίοι εάν διεισδύσουν στην εγχώρια αγορά, είναι βέβαιο ότι θα μεταβάλλουν τα δεδομένα, καθώς θα έχουν πολύ μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ. Οι ήδη χαμηλές τιμές κομίστρων που ελάχιστα διαφέρουν από το λειτουργικό κόστος, δεν πρόκειται να μειωθούν. Η συρρίκνωσης του μεταφορικού έργου μειώνει τα δημόσια έσοδα, καθώς λιγότερες μεταφορές σημαίνουν και περιορισμό κρατικών εσόδων από τα διόδια, τα καύσιμα και το ΦΠΑ. Επί των τιμών των προϊόντων, η απελευθέρωση των μεταφορών δε θα ωφελήσει την πτώση των τιμών, καθώς το κόστος μεταφοράς είναι το 1/3 του κόστους αποθήκευσης, που δεν υποχωρεί εύκολα, αφού στις τιμές του real estate δεν παρατηρείται μεγάλη πτώση. Αλλά και πολύ απλούστερα, οι υποστηρικτικές διαδικασίες της παραγωγής δεν είναι ικανές να μειώσουν τις τιμές των προϊόντων. Καλό θα είναι, λοιπόν, να επικεντρωθούν στις αμιγώς παραγωγικές διαδικασίες, να περιορίσουν την επιβάρυνση των υποστηρικτικών ελέγχοντας όλους τους τομείς της εφοδιαστικής αλυσίδας και αναλαμβάνοντας το πολιτικό κόστος να αντιταχθούν σε πολυεθνικές τακτικές οικονομικού ξεπλύματος του χρήματος, όπως επιπλέον κόστος τοποθέτησης προϊόντος στο ράφι, προωθητικές ενέργειες και φυσικά στα loyalties των πολυεθνικών με τις μητρικές τους. Αντίδραση στην ελληνική κατάσταση δε φαίνεται να υπάρχει. Η αύξηση των δημοσίων δαπανών παρ’ όλες τις περικοπές συντηρούνται από πρόσθετους φόρους που πλήττουν περισσότερο τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αντίθετα, μειώνεται η προσελκυσιμότητα της χώρας για επενδύσεις και οι ήδη λειτουργούσες επιχειρήσεις ανατρέχουν σε λύσεις μεταστέγασης σε γειτονικές χώρες, προς μείωση των βαρών. Ιωάννης Σιαμάς PhDc, Industrial Management Logistics Engineer, MEng, MSc Πρόεδρος ΠΕΕΔ